Λαφαγιέτ

Λαφαγιέτ
I
(Lafayette). Ονομασία δύο πόλεων των ΗΠΑ.
1. Πόλη (56.400 κάτ. το 2000) στην πολιτεία της Ιντιάνα. Απέχει 104 χλμ. από την Ιντιανάπολις. Έχει πανεπιστήμιο εφαρμοσμένων επιστημών, σχολές φαρμακευτικής και οικιακής οικονομίας, ανθρακωρυχεία, μεταλλουργεία και βιομηχανία γεωργικών μηχανών.
2. Πόλη (110.300 κάτ. το 2000) στην πολιτεία της Λουιζιάνα. Είναι χτισμένη σε θαυμάσια θέση, πάνω σε υψίπεδο που διαρρέεται από ποτάμια και περιβάλλεται από χαμηλά βουνά. Ιδρύθηκε το 1823 από Γάλλους φυγάδες.
II
Γάλλος πολιτικός και στρατηγός. Βλ. λ. Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του-.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δαντόν — (Αρσί σιρ Ομπ 1759 – Παρίσι 1794). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου πολιτικού Ζορζ Ζακ Νταντόν (Georges Jacques Danton). Ο Δ., που καταγόταν από επαρχιακή αστική οικογένεια, εγκαταστάθηκε το 1780 στο Παρίσι, όπου άσκησε το δικηγορικό… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Μάισνερ, Καρλ Βίλχελμ — (Karl Wilhelm Meissner, Ρόιτλινγκεν 1891 – 1959). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Καθηγητής της φυσικής στη Φρανκφούρτη (1925 37), ανακάλυψε κατά την περίοδο αυτή το φαινόμενο που φέρει το όνομά του. Το 1938 πήγε στις ΗΠΑ και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Μπούνσαφτ, Γκόρντον — (Gordon Bunshaft, Μπάφαλο 1909 – 1990). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αποφοίτησε από την σχολή Λαφαγιέτ και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στην αρχιτεκτονική από το Πανεπιστήμιο Μ.Ι.Τ. Πρωτοποριακός αρχιτέκτονας, ο οποίος επηρέασε σημαντικά την αμερικανική… …   Dictionary of Greek

  • Τζέφερσον, Τόμας — (Jefferson, Σάντουελ, Βιρτζίνια 1743 – Μουτιτσέλο, Βιρτζίνια 1826). Τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιος γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά και άσκησε με επιτυχία το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αυτό να τον απομακρύνει από τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”